- καταφορτίζω
- καταφορτίζω (Α)(επιτ. τ. τού φορτίζω)1. φορτώνω βαριά, καταφορτώνω2. μτφ. βαρύνω πολύ, καταβαρύνω («καταφορτίζειν τὰν ψυχὰν κακοῑς», Ίππαρχ.)3. μτφ. (για χρέη) επιβαρύνω («καταφορτίζεσθαι τὸ δημόσιον χρέεσι», Ιουστινιαν.)4. μτφ. ενοχλώ («καταφορτίζειν τινὰς τοῑς Πλάτωνος λόγοις», Ιουλιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.